- ταμάχι
- το жадность;
§ τό πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι — посл, большая сыть брюху вредит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τό πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι — посл, большая сыть брюху вредит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταμάχι — το, Ν 1. απληστία, πλεονεξία 2. παροιμ. «το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι» δηλώνει ότι η απληστία είναι βλαβερή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tamah] … Dictionary of Greek
ταμάχι — το ιού, και νταμάχι, το ιού (λ. αραβ.), πλεονεξία, απληστία: Το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμαχιάζω — Ν [ταμάχι] γίνομαι πλεονέκτης, άπληστος … Dictionary of Greek
πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμαχιάρης, -α, -ικο — και νταμαχιάρης, α, ικο αυτός που έχει πολύ ταμάχι (βλ. λ.), πλεονέκτης: Ταμαχιάρικο παιδί, θ αρρωστήσει απ το φαΐ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)